Τον Ιούλιο του 2019, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, στην εκφώνηση των Προγραμματικών Δηλώσεων, ως ένα από τα εμβληματικά έργα της κυβέρνησης, ανέφερε ότι θα ήταν η επέκταση στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο καθώς και τη διασύνδεσή του με το Ακροπόλ και την συλλειτουργία του με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Σύμφωνα με την αρμόδια υπουργό Λίνα Μενδώνη, ήδη, από τη περίοδο που η ΝΔ βρισκόταν στην αντιπολίτευση, τον Απρίλιο του 2017, ο Κυριάκος Μητσοτάκης είχε συγκροτήσει μια μικρή, πολυεπιστημονική ομάδα που συνεδρίαζε σε τακτά διαστήματα που τους πρώτους μήνες του 2019, είχε δώσει στο σχέδιο την οριστική μορφή, με τις παρεμβάσεις που έπρεπε να γίνουν για να μπορέσει να ξεκινήσει ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός.
Οι ημερομηνίες σταθμοί προς την υλοποίηση
Το Νοέμβριο 2019 ανατέθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού σε εξειδικευμένη εταιρεία η εκπόνηση μελέτης σκοπιμότητας και βιωσιμότητας, χάρη στη χορηγία του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος. Η μελέτη παραδόθηκε τον Απρίλιο 2020.
Ως το τέλος του 2020, το υπουργείο εκπόνησε τη μελέτη αρχιτεκτονικής και στατικής τεκμηρίωσης του υφισταμένου κτηρίου-μνημείου του Μουσείου, ελέγχου του υπεδάφους και η γεωτεχνική μελέτη, οι τοπογραφικές αποτυπώσεις της ευρύτερης περιοχής, η μελέτη ιστορικής, αρχαιολογικής, χωροταξικής και πολεοδομικής θεώρησης, και νομοθετήθηκε από το Υπουργείο Περιβάλλοντος μια σειρά αναγκαίων χωροταξικών ρυθμίσεων.
Το επόμενο βήμα ήταν να εκπονηθεί η μελέτη αρχιτεκτονικού προσχεδίου για το έργο. Τον Μάρτιο του 2022 το Συμβούλιο Μουσείων γνωμοδότησε ομόφωνα θετικά επί των προδιαγραφών του Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού Προσχεδίου, για την αναβάθμιση, υπόγεια επέκταση και διασύνδεση του Μουσείου με το «Acropole Across».
Ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο πραγματοποιήθηκε σε δύο φάσεις: αρχικά διεξήχθη ένας διαγωνισμός ιδεών για την υπόγεια επέκταση του Μουσείου, την αναδιοργάνωση των χώρων του υφιστάμενου κτηριακού συγκροτήματος του, ώστε να διαμορφωθεί ένα λειτουργικά ενιαίο Μουσείο. Παράλληλα, πρότειναν τρόπο διασύνδεσης του Μουσείου με το κτήριο του Ακροπόλ. Επιπλέον, ζητούμενο ήταν να διερευνηθεί η δυνατότητα μελλοντικής επικοινωνίας με το ΕΜΠ. Στο δεύτερο στάδιο του διαγωνισμού, οι συμμετέχοντες που επιλέχθηκαν στο πρώτο στάδιο αξιολόγησης, κλήθηκαν να υποβάλουν τις οικονομοτεχνικές προτάσεις για τον προϋπολογισμό του έργου.
Το κόστος της μελέτης που επιλέχθηκε καλύφθηκε από τη δωρεά της οικογένειας Νικολάου και Ειρήνης Λαιμού (ύψους 650.000 ευρώ). Από τον Δεκέμβριο του 2021, η διαδικασία εγκρίθηκε με την υπογραφή σύμβασης δωρεάς μεταξύ του υπουργείου Πολιτισμού και του δωρητή (αρ. 558074/17.11.2021 Απόφαση της Υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού, ΦΕΚ Β’ 5352). Σύμφωνα με το υπουργείο ήταν το πρώτο βήμα στην έναρξη του έργου της επέκτασης του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Τον Απρίλιο του 2022, συγκροτήθηκε από την υπουργό Λίνα Μενδώνη επταμελής Διεθνής Πολυεπιστημονική Επιτροπή Αξιολόγησης που θα αξιολογούσε τις δέκα προτάσεις που υπέβαλαν οι συμπράξεις ελληνικών και ξένων αρχιτεκτονικών γραφείων. Πρόεδρος της Επιτροπής ανέλαβε ο καθηγητής του ΕΜΠ Ανδρέας Κούρκουλας. Τελικά, η Επιτροπή τον Δεκέμβριο του 2022, ολοκλήρωσε το έργο της, επιλέγοντας ομόφωνα, την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων David Chipperfield Architects και Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε. Στις αρχές του 2023, παρουσιάστηκε από το υπουργείο επίσημα η μακέτα του μελλοντικού Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
Αμφιλεγόμενη διαδικασία επιλογής
Σημειώνεται ότι η διαδικασία προκάλεσε αντιδράσεις από αρχιτεκτονικούς και αρχαιολογικούς φορείς στην Ελλάδα, καθώς δεν ήταν ανοιχτή. Σύμφωνα με τον Σύλλογο Αρχιτεκτόνων (ΣΑΔΑΣ – ΠΕΑ), το υπουργείο είχε επιλέξει τη διενέργεια κλειστού διαγωνισμού με συμμετέχοντες δέκα αρχιτεκτονικά γραφεία του εξωτερικού, αποκλείοντας με αυτόν τον τρόπο την ισότιμη συμμετοχή Ελλήνων αρχιτεκτόνων, που περιορίζονται στη θέση του «συνεργάτη». Με επιστολή της η πρ. υπουργός Πολιτισμού, Παπαζώη Ελισάβετ αναρωτήθηκε γιατί δεν εφαρμόστηκε η υποχρέωση προκήρυξης αρχιτεκτονικού διαγωνισμού άμεσα από το υπουργείο, όπως προβλέπεται στο θεσμοθετημένο πλαίσιο διενέργειας Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών (ΦΕΚ Β΄2239/ 31.5.2021) για αξιόλογα κτίρια του δημοσίου, στα οποία προφανώς ανήκει το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.
Η απάντηση του υπουργείου ήταν ότι επειδή δεν υπήρχαν Έλληνες βραβευμένοι, συνεπώς, δεν μπορούσαν να επιλέξουν Έλληνες αρχιτέκτονες για ένα έργο που είναι «μουσείο του Δυτικού Πολιτισμού». Εάν ήταν ανοιχτή διαδικασία, δικαιολογήθηκε το υπουργείο, τότε οι συμμετοχές θα υπερέβαιναν τις 600 με 1000, δημιουργώντας μια χαώδη και κοστοβόρα διαδικασία που θα αποκαρδίωνε σημαντικά γραφεία, να πάρουν μέρος.
Ωστόσο, «ο αποκλεισμός [των ελληνικών γραφείων] που έχει τεθεί, εμποδίζει τα ελληνικά και κοινοτικά μας δικαιώματα, όχι μόνο τα επαγγελματικά, αλλά και αυτά του υγιούς συναγωνισμού, της συμμετοχής χωρίς διακρίσεις και της ελεύθερης διακίνησης των ιδεών» αναφέρει η Αρχιτέκτων Μηχ. ΕΜΠ Αναπλ. Καθηγήτρια ΔΠΘ Θεώνη Ξάνθη. «Μας βρίσκει εξαιρετικά αντίθετους. Καθίσταται ελλιπής και μεροληπτική η παροχή συμβουλών προς τους φορείς, όταν δεν επισημαίνεται ότι η πρακτική των Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών είναι θεμελιώδης και συμβαίνει σε όλον τον κόσμο».
Την ανησυχία της είχε εκφράσει και η Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΕΜΠ καθώς το υπουργείο έθετε «σε αμφισβήτηση τον επιστημονικό και κοινωνικό ρόλο των αρχιτεκτόνων και πολεοδόμων της χώρας» προσθέτοντας πως «η δημόσια αποτίμηση αρχιτεκτονικών προτάσεων που αφορούν σε κομβικά έργα, όπως η επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων και η ανάπτυξη του επιστημονικού διαλόγου μέσα από την καταξιωμένη διεθνώς πρακτική των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, οφείλει να αποτελεί απαράβατο κανόνα».
Οι προϋποθέσεις που έθεσε το υπουργείο στους διαγωνιζόμενους
Οι διαγωνιζόμενοι έπρεπε να λάβουν υπόψιν το κτιριολογικό πρόγραμμα, όπως έχει εγκριθεί τον Φεβρουάριο του 2022 από το Υπουργείο, σε ό,τι αφορά στις συνολικές απαιτούμενες επιφάνειες, έχοντας όμως τη δυνατότητα της, κατά την κρίση τους, επιλογής, σχετικά με την χωροθέτηση των χρήσεων κάθε λειτουργικού τμήματος στο υφιστάμενο ή στο νέο υπόγειο κτήριο.
Από περιβαλλοντικής άποψης, οι προτάσεις έπρεπε να λαμβάνουν υπόψη και το ζήτημα της ενεργειακής αναβάθμισης του υφιστάμενου ιστορικού κελύφους, αλλά και την αναβάθμιση των υφιστάμενων αιθρίων του κτηριακού συγκροτήματος. Ισότιμη συνιστώσα στις προτάσεις είναι και ο ανασχεδιασμός του κήπου. Η υπόγεια επέκταση του Μουσείου προβλέπεται να κατασκευαστεί κάτω από τον κήπο. Ο σχεδιασμός της εισόδου αποτελεί βασική αρχιτεκτονική πρόκληση, καθώς αναζητούνται προτάσεις που θα επιλύουν, με πρωτότυπο τρόπο, τη σύνδεση του υφιστάμενου κτηριακού συγκροτήματος με το νέο υπόγειο κτήριο, αλλά και με το Ακροπόλ, ενώ ταυτόχρονα να αναβαθμίζουν αισθητικά τον κήπο του Μουσείου δημιουργώντας ένα ενιαίο αρμονικό σύνολο.
Στόχος είναι ο κήπος του Μουσείου να αποτελεί έναν ανοικτό χώρο αναψυχής και ποικίλων πολιτιστικών δραστηριοτήτων. Ζητούμενο είναι οι προτάσεις να συνδέουν το χθες με το σήμερα, να υπομνηματίζουν το αύριο, να «εικονοποιούν» το όραμα, να διαπνέονται από ανθρωποκεντρική προσέγγιση προβάλλοντας την εθνική διάσταση του Μουσείου, αλλά και τους διαύλους επικοινωνίας του με το παγκόσμιο γίγνεσθαι. Οι κατευθυντήριες αρχές, όπως διατυπώθηκαν στην γνωμοδότηση του Συμβουλίου, συνοψίζονται ως ακολούθως:
– Καθιέρωση του κτηριακού συγκροτήματος του Μουσείου, ως μοναδικού τοπόσημου για τον εγγύς αστικό ιστό, αλλά και για την ευρύτερη περιοχή του κέντρου της Αθήνας
– Ανάδειξη του Μουσείου σε ελκυστικό και φιλόξενο προορισμό για κατοίκους και επισκέπτες
– Αξιοποίηση των μοναδικών Συλλογών του Μουσείου για σύγχρονους τρόπους οργάνωσης των διευρυμένων εκθεσιακών του χώρων, ώστε να ανταποκρίνεται πλήρως στις απαιτήσεις ενός σύγχρονου Μουσείου του 21ου αιώνα.
– Έμφαση στην διασύνδεση του Μουσείου με τον ευρύτερο περιβάλλοντα χώρο και τη γειτονιά Προσέγγιση μιας ορθολογικής οικονομικής πρότασης.
Νέοι εκθεσιακοί χώροι
Οι αλλαγές στους χώρους του Μουσείου του οποίου οι εκθεσιακοί χώροι είναι περίπου 16.500 τ.μ. θα το επέκτειναν σημαντικά. Σύμφωνα με το υπουργείο, όλος ο όγκος του κτηρίου μαζί με τις αποθήκες, είναι περίπου 24.500 τ.μ. Μετά την επέκταση, οι εκθεσιακοί χώροι θα ανέρχονται περίπου σε 33.000 τ.μ. Θα υπάρχει ένας χώρος στάθμευσης περίπου 8.500 τ.μ.. Ο δε κήπος θα είναι περίπου 13.000 τ.μ.
Δεν χρειάζεται η υπόγεια διασύνδεση με το Ακροπόλ
Στο πρώην ξενοδοχείο Ακροπόλ -απέναντι από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο- στεγάζεται το Κέντρο Πολιτισμού, το οποίο ιδρύθηκε το 2020 και υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το Acropole Across θα φιλοξενεί δράσεις, εκδηλώσεις και εκθέσεις τόσο μέσα στο κτίριο, όσο και στην ευρύτερη γειτονιά.
Προεκλογικά η ΝΔ είχε εξεπεργαστεί σχέδια για υπογειοποίηση της διασύνδεσης με το ξενοδοχείο Ακροπόλ. «Η όλη ιδέα είναι να δημιουργηθούν νέοι χώροι» είχε δηλώσει στην ΕΡΤ, ο Κρίτων Πιπέρας, πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Διπλωματούχων Ξεναγών. «Το σκεπτικό ήταν να γίνει μία υπογειοποίηση του Μουσείου, να υπάρχουν δηλαδή αίθουσες κάτω από τον κήπο, και αυτό το νέο κομμάτι να ενωθεί με το κτίριο του πρώην ξενοδοχείου Ακροπόλ, το οποίο και θα γίνει τμήμα του Αρχαιολογικού Μουσείου».
Ωστόσο, στις αρχές του 2023, το υπουργείο ανακοίνωσε ότι δεν χρειάζεται η υπόγεια διασύνδεση. Ειδικότερα, ο Πρόεδρος της Διεθνούς Επιτροπής Αξιολόγησης αρχιτεκτονικού προσχεδίου του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, Ανδρέας Κούρκουλας, δήλωσε τον Ιανουάριο του 2023, ότι όλες οι αρχιτεκτονικές ομάδες που πήραν μέρος στον κλειστό διαγωνισμό θεώρησαν ότι «δεν χρειάζεται η ένταση αυτής της υπόγειας σύνδεσης και προτείνανε όλες οι ομάδες, το πέρασμα και η σύνδεση με το ΑΚΡΟΠΟΛ να γίνει επιφανειακά».
Να σημειωθεί ότι υπάρχει και σκεπτικισμός για τον νέο ρόλο που επιφύλασσε η κυβέρνηση στο κτίριο του Ακροπόλ. «Δεν έχει απαντηθεί ποτέ πώς ένα κτίριο πέντε ορόφων που σχεδιάστηκε για ξενοδοχείο πριν από σχεδόν 100 χρόνια θα έχει τον ασαφή ρόλο ενός «Κέντρου Πολιτισμού και Δημιουργίας»» είχει σημειώσει ο Νίκος Βατόπουλος στην Καθημερινή. Ακόμα και η μετονομασία του Ακροπόλ Παλάς σε «Ακροπόλ Ακρός» (Acropole Across) χαρακτηρίστηκε ως «ατυχέστατη», «κακόηχη», έργο του «γραφειοκρατικού και ανέμπνευστου μηχανισμού».
Δεδομένου, ότι μέχρι το τέλος της κυβερνητικής θητείας είχε επιλεγεί μόνο η ανάδοχος εταιρεία, δίχως να περιλαμβάνεται η υπογειοποίηση της διασύνδεσης Μουσείου και Ακροπόλ, η δέσμευση αξιολογείται πως δεν προχώρησε αρκετά ώστε να θεωρείται ότι τηρήθηκε έστω μερικώς.




