Στις 16 Σεπτεμβρίου 2023, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της ΔΕΘ δεσμεύτηκε ότι «στα επόμενα τέσσερα χρόνια το 80% της κατανάλωσης από ρεύμα να προέρχεται από τον ήλιο και τον άνεμο». Η διατύπωση της σχετικής δέσμευσης ωστόσο ήταν πιο διευρυμένη κατά τις προγραμματικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, νωρίτερα, τον Ιούλιο του ίδιου έτους στις προγραμματικές: «Το 80% της ηλεκτρικής μας ενέργειας, το αργότερο μέχρι το 2030, θα παράγεται από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας».
Αντίστοιχα και ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Θεόδωρος Σκυλακάκης, στο πλαίσιο των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, παρέπεμψε στο αναθεωρημένο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), επισημαίνοντας ότι “…θα προωθήσουμε, παντού, έργα και μεταρρυθμίσεις. Αναφέρω ενδεικτικά: Την περαιτέρω επιτάχυνση της εισαγωγής των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο ενεργειακό μας μίγμα, που θα απεικονίζεται και στους φιλόδοξους στόχους του αναθεωρημένου ΕΣΕΚ…”.
Για τη ρεαλιστική αξιολόγηση της δέσμευσης θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στον χώρο της ενέργειας υπάρχει μια κρίσιμη διάκριση μεταξύ παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας και κατανάλωσης. Η εγκατεστημένη ισχύς των μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από οποιαδήποτε πηγή είναι η μέγιστη δυνατή παραγωγή εφόσον θεωρητικά λειτουργούν πλήρως στο 100%, κάτι το οποίο δεν συμβαίνει με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ). Η συμμτοχή της αιολικής και ηλιακής ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα μεταβάλλεται ανάλογα με την ηλιοφάνεια και τους ανέμους, τις περιόδους συντήρησης, τις περικοπές και τους τεχνικούς περιορισμούς του δικτύου. Κατά συνέπεια δεν απορροφάται το σύνολο της παραγωγής από την κατανάλωση.
Πράγματι, στην παραγωγή αναφέρεται και το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στο τέλος του 2024, και σημειώνει ότι στόχος είναι “οι ΑΠΕ να καλύπτουν λίγο χαμηλότερο μερίδιο από το 80% της ηλεκτροπαραγωγής ως το έτος 2030 (ή νωρίτερα) – με ένα σχετικά ισορροπημένο μείγμα μεταξύ ηλιακής και αιολικής ενέργειας”. (ΦΕΚ Β’ 6983/19.12.2024, σελ. 71).
Θεωρούμε λοιπόν ότι η αρχική διατύπωση του πρωθυπουργού θα πρέπει να νοηθεί επί της ουσίας ως δέσμευση για την παραγωγή -και όχι την κατανάλωση- ηλεκτρικής ενέργειας κατά 80% συνολικά από ΑΠΕ – και όχι μόνο από “τον ήλιο και τον άνεμο”, αν και οι δύο τελευταίες μορφές ενέργειας αποτελούν το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος των ανανεώσιμων.
Το 2024 έτος ορόσημο για τις ανανεώσιμες πηγές
Το 2023, οπότε και άρχισε η θητεία της σημερινής κυβέρνησης, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, σύμφωνα με τη Eurostat, είχε ως εξής:
- Ορυκτά καύσιμα, 50,8%
- Αιολική, 22,2%
- Υδροηλεκτρική 7,7%
- Ηλιακή 17,9%
- Βιοκαύσιμα 1,3%
Οι ΑΠΕ λοιπόν έφτασαν περίπου το 47,8% του συνόλου, σημαντικά πάνω από το μέσο όρο στην ΕΕ (23%) απέχοντας σημαντικά από το διατυπωμένο στόχο του 80%. Σχεδόν το ίδιο ποσοστό, 48,9% δίνει και η έκθεση του Διεθνούς Οργανισμού Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (IRENA) για την ίδια χρονιά, σημειώνοντας πως η εγκατεστημένη ισχύς από ΑΠΕ αυξήθηκε από το 60,1% το 2023 στο 65,8% το 2024.
Σύμφωνα με τη δεξαμενή σκέψης The Green Tank, το οποίο μελέτησε τα μηνιαία δελτία του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ, η “καθαρή ενέργεια”, η οποία περιλαμβάνει τις ΑΠΕ και τα μεγάλα υδροηλεκτρικά) έφτασε το 2024 το 50,5%, καλύπτοντας “λίγο περισσότερο από τη μισή ζήτηση στην επικράτεια“.
Συγκεκριμένα, το 2024, από το σύνολο του ρεύματος που παράχθηκε:
- 44,4% προήλθε από ηλιακή και αιολική ενέργεια
- 6,1% από μεγάλα υδροηλεκτρικά
- 37,5% από αέριο
- 6,8% από πετρέλαιο
- 5,7% από λιγνίτη
Έτσι, το 2024 θεωρείται ορόσημο δεδομένου ότι η “καθαρή ενέργεια” έφτασε σε ιστορικό υψηλό δεκαετίας, σημειώνοντας αύξηση 14,4% σε σχέση με το 2023 και φτάνοντας τις 28.751 GWh, ποσότητα που αντιστοιχεί στο 50,5% της συνολικής κατανάλωσης (56.899 GWh).
Το 2025 οι ΑΠΕ σημείωσαν περαιτέρω διείσδυση. Το α’ εξάμηνο του έτους οι ΑΠΕ βρέθηκαν στην 1η θέση του μείγματος, με 12.435 GWh σε συνολική ζήτηση 27.038 GWh, καλύπτοντάς την τελευταία κατά 46%.Το αέριο έφτασε το 40,4%, το πετρέλαιο 5,8%, τα μεγάλα υδροηλεκτρικά 5,4% και ο λιγνίτης 5,2%.
Νέες επενδύσεις και ανάπτυξη του κλάδου των ΑΠΕ
Ο ρυθμός ανάπτυξης του κλάδου των ΑΠΕ είναι σταθερά ανοδικός στη χώρα. Το 2025 η εικόνα “ωριμάζει” σε τρία μέτωπα: νέα ισχύς, αποθήκευση και δίκτυα. Στα φωτοβολταϊκά, μετά την προσθήκη 2,6 GW το 2024 (σωρευτικά 9,6 GW στο τέλος του έτους), η RWE–ΔΕΗ Ανανεώσιμες δρομολογούν 567 MWp νέων έργων στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ επιπλέον 625 MWp προβλέπεται να τεθούν σε λειτουργία έως το τέλος του 2025 (σύνολο ~940 MWp του κοινού χαρτοφυλακίου).
Παράλληλα, η ΔΕΗ ξεκίνησε τη β’ φάση του φωτοβολταϊκού 490 MW στη Μεγαλόπολη (ΔΕΗ). Στην αποθήκευση, ολοκληρώθηκε ο 3ος διαγωνισμός με 188,9 MW και τέσσερις ώρες διάρκειας, φέρνοντας το άθροισμα των τριών γύρων σε ~800 MW επιδοτούμενων έργων, ενώ “τρέχει” νέο σχήμα 4,7 GW χωρίς επιδότηση· περίπου 700 MW από τους δύο πρώτους γύρους οφείλουν το 2025 να δηλώσουν ετοιμότητα και να τεθούν σε λειτουργία έως το τέλος του έτους.
Στις υποδομές, ο ΑΔΜΗΕ προχωρά πρόγραμμα επενδύσεων 6 δισεκατ. ευρώ έως το 2030 και υπέγραψε τη νέα διασύνδεση GRITA 2 (1.000 MW) τον Μάιο του 2025. Ο ΔΕΔΔΗΕ παρουσίασε νέο πενταετές πρόγραμμα ύψους 4,79 δισεκατ. ευρώ (2026–2030) με αιχμή τους “έξυπνους” μετρητές και έργα ενίσχυσης/ψηφιοποίησης του δικτύου για μεγαλύτερη απορρόφηση ΑΠΕ. Στον υπεράκτιο αιολικό τομέα, προχωρά ο “πιλότος” 400 MW στον Θρακικό από TERNA Energy–Masdar, στο πλαίσιο του εθνικού προγράμματος υπεράκτιων Α/Π με ορίζοντα ολοκλήρωσης προς το 2030.
Σε ό,τι αφορά την αποθήκευση, έως και τον Ιούλιο του 2025 έχουν καταρτιστεί επενδυτικά σχέδια ισχύος 8 GW, ενώ ο ΔΕΕΔΔΗΕ έχει διαβιβάσει στη Βουλή 533 αιτήσεις για αυτόνομους σταθμούς αποθήκευσης, καθώς και 112 για προσθήκη μονάδων αποθήκευσης σε υφιστάμενες ή σχεδιαζόμενες εγκαταστάσεις ΑΠΕ. Ωστόσο είχαν καταγραφεί δυσκολίες στη διαδικασία για την τρέχουσα πρόσκληση του Υπουργείου Ενέργειας για μπαταρίες 4,7 GW, λόγω σύντομων προθεσμιών και προϋποθέσεων δανειοδότησης.
Εξαιρετικά φιλόδοξος ο στόχος του 80%
Η εγκατεστημένη ισχύς από φωτοβολταϊκά (8,93 GW) ξεπέρασε το στόχο του ΕΣΕΚ για το 2025 (8,5 GW), ενώ η συνολική αιολική ισχύς στη χώρα “πλησίασε τα 5,4 GW” στο τέλος του 2024, σύμφωνα με την Ελληνική Επιστημονική Ένωση Αιολικής Ενέργειας (ΕΛΕΤΑΕΝ). Ωστόσο, το δίκτυο παρουσιάζει σημάδια κόπωσης στην απορρόφηση της ενέργειας από ΑΠΕ, όταν απορρίπτεται από το δίκτυο επειδή δεν είναι εφικτή η διαχείρισή της.
Το παράδοξο αυτό εξηγείται από τη φύση των ΑΠΕ:
- Μεταβλητότητα παραγωγής: Όταν υπάρχει άπνοια και έλλειψη ηλιοφάνειας, η παραγωγή από ΑΠΕ μπορεί να είναι σχεδόν μηδενική, κάτι που δημιουργεί και αναντιστοιχία στις ώρες και μέρες όπου υπάρχει προσφορά αλλά όχι ζήτηση ή το αντίστροφο. Για παράδειγμα, η μέγιστη παραγωγή φωτοβολταϊκών είναι το μεσημέρι ενώ η ζήτηση αυξάνεται συχνά το βράδυ.
- Έλλειψη αποθήκευσης: Δεν υπάρχουν ακόμα μπαταρίες μεγάλης κλίμακας ώστε να μπορεί το πλεόνασμα παραγωγής να αποθηκευτεί.
- Τεχνικοί περιορισμοί δικτύου: Το δίκτυο χρειάζεται σταθερή παροχή για να μην καταρρεύσει, γι’ αυτό και η συμμετοχή των μονάδων ορυκτών καυσίμων είναι απαραίτητη, παρότι συχνά μικρή (όπως του λιγνίτη και του πετρελαίου).
Το πρόβλημα γίνεται φανερό από την ραγδαία αύξηση των περικοπών ενέργειας, αφού σύμφωνα με τα στοιχεία του ΑΔΜΗΕ, οι περικοπές το 2024 έφτασαν τις 899 GWh, ενώ το α’ εξάμηνο του 2025 μέχρι και τον Ιούνιο έφτασαν ήδη τις 1.327 GWh, με τον μήνα αυτό μάλιστα να εμφανίζει απώλεια του 12,3% της παραγωγής ΑΠΕ. Όπως σημειώνει το The Green Tank, οι περικοπές αυτές αφορούν σε “υπερδιπλάσια ποσότητα από τις περικοπές ΑΠΕ την ίδια περίοδο του 2024 (513 GWh) και μιάμιση φορά οι περικοπές ολόκληρου του 2024“.
Έτσι, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του 80% ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ, που αντιστοιχεί σε πάνω από 44 χιλιάδες Gwh (αν λάβουμε υπόψη το μέσο όρο 5ετίας στην επικράτεια, που είναι 55,9 χιλ. GWh), δεν αρκεί η επάρκεια της εγκατεστημένης ισχύος. Θα χρειαστεί:
- αφενός ο διπλασιασμός της συμμετοχής της αιολικής και ηλιακής ενέργειας στην παραγωγή
- αφετέρου ο περιορισμός των περικοπών και η ενίσχυση των υποδομών αποθήκευσης, αναβάθμιση του δικτύου και οι διασυνδέσεις με άλλες χώρες.
Κατά συνέπεια, η δέσμευση για 80% της κατανάλωσης από ήλιο και άνεμο έως το 2027 ή και ως το 2030 είναι ιδιαίτερα φιλόδοξη, με τα σημερινά δεδομένα. Το Πολιτικόμετρο την κατηγοριοποιεί ως μια δέσμευση σε εξέλιξη.




